Με την πρόσφατη υπ’ αριθμ. 1421/2013 απόφασή του το Ε΄ Τμήμα του ΣτΕ αποσαφήνισε, πλήρως, τόσο τη νομική φύση και την κανονιστική ισχύ των Ειδικών Χωροταξικών Σχεδίων του ν. 2742/1999, όσο και ζητήματα που αφορούν την εκπόνηση και την έγκριση της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων των χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων και προγραμμάτων.
Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι πράξεις έγκρισης των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων έχουν εκτελεστό χαρακτήρα και υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ως επαγόμενες ευθέως έννομες συνέπειες. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι τα χωροταξικά αυτά σχέδια αναπτύσσουν νομική δεσμευτικότητα, όχι μόνο κατά την έγκριση ρυθμιστικών και γενικών πολεοδομικών σχεδίων, αλλά και κατά την έκδοση εγκρίσεων και αδειών για την εγκατάσταση και λειτουργία έργων ανάπτυξης των σχετικών παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Έγινε, επίσης, δεκτό ότι τα προβλεπόμενα από το ν. 2742/1999 ειδικά χωροταξικά σχέδια έχουν αμιγώς κανονιστικό περιεχόμενο, διότι περιέχουν στρατηγικές επιλογές, για την υλοποίηση των οποίων μπορούν να εισάγονται συγκεκριμένες δεσμευτικές ρυθμίσεις, συναρτώμενες με τις αναγκαίες για τον σκοπό αυτό τεχνικές εκτιμήσεις.
Κρίθηκε, ακόμη, ότι η διαδικασία στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης πρέπει να έχει οπωσδήποτε ολοκληρωθεί “προ της εγκρίσεως του οικείου σχεδίου ή προγράμματος” . Τούτο, όμως, “ουδόλως αποκλείει την ταυτόχρονη έγκριση της μελέτης και του σχεδίου και, μάλιστα, με την ίδια απόφαση, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το όργανο έχει αρμοδιότητα εγκρίσεως τόσο του σχεδίου, όσο και της μελέτης.
Τέλος, και σε ότι αφορά το σύστημα ιεράρχησης μεταξύ των διαφόρων επιπέδων του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, κρίθηκε ότι σε περίπτωση αντίθεσης μεταξύ εγκεκριμένων περιφερειακών με τα ειδικά σχέδια, υπερισχύουν οι κατευθύνσεις και ρυθμίσεις, οι οποίες εισάγονται με το ειδικό σχέδιο και προς τις οποίες πρέπει να εναρμονιστούν τα περιφερειακά σχέδια, τροποποιούμενα αναλόγως.