Οπως κρίθηκε πρόσφατα  από την Ολομέλεια του ΣτΕ ( ΣτΕ Ολομ. 3397/2010) η απόφαση περί χαρακτηρισμού και οριοθετήσεως μίας περιοχής που βρίσκεται εκτός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου ως ΠΟΤΑ έχει ως αποτέλεσμα τον καθορισμό για πρώτη φορά των συγκεκριμένων χρήσεων γης, οι οποίες επιτρέπονται στην περιοχή αυτή, καθώς και τη θέσπιση περιορισμών που αποβλέπουν στον έλεγχο της εντάσεως κάθε μιάς από τις επιτρεπόμενες χρήσεις. Συνεπώς, η απόφαση αυτή, μη περιοριζόμενη απλώς στον καθορισμό των ορίων της ΠΟΤΑ, έχει κανονιστικό χαρακτήρα. Ο χωροταξικός σχεδιασμός πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν από την ανάπτυξη οποιασδήποτε σημαντικής δραστηριότητας, ώστε να αποφεύγεται η άναρχη ανάπτυξη, που προκαλεί υποβάθμιση ή και καταστροφή του περιβάλλοντος και η η δημιουργία πραγματικών καταστάσεων που δυσχεραίνουν και υπονομεύουν την ορθολογική χωροταξία (βλ. και ΣτΕ 3503/2010, 3816/2010).  Και ναι μεν, όπως δέχεται η νομολογία του ΣτΕ, μπορεί ο συνταγματικός νομοθέτης να μην έθεσε συγκεκριμένη προθεσμία για την ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού της χώρας, η έλλειψη όμως αυτή δεν έχει την έννοια ότι επιτρέπεται επ’ αόριστον ο σχεδιασμός και η πραγματοποίηση έργων και δραστηριοτήτων, συνεπαγόμενων σημαντικές επεμβάσεις στο χώρο και στο περιβάλλον, χωρίς την προηγούμενη ολοκλήρωση των χωροταξικών σχεδίων, ιδίως μάλιστα όταν πρόκειται περί έργων και δραστηριοτήτων, η πραγματοποίηση των οποίων δεν επιβάλλεται από την ανάγκη θεραπείας επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος.