Για πρώτη φορά δόθηκε ο νομολογιακός ορισμός της αυθεντικότητας ενός μνημείου, η οποία δε συνίσταται στα συγκεκριμένα υλικά, με τα οποία κατασκευάστηκε αρχικά, αλλά στη μαρτυρία του για τον ανθρώπινο βίο και στη διατήρηση της ιστορικής συνέχειας και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Αυτό απεφάνθη το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, με δύο πρόσφατες αποφάσεις του, κρίνοντας ότι μπορούν να κηρυχθούν διατηρητέα ακόμη και κτίρια, στα οποία έχουν καταστραφεί, αλλοιωθεί ή κατεδαφιστεί αξιόλογα αρχιτεκτονικά ή μορφολογικά στοιχεία. Και τούτο διότι, η Διοίκηση θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν της τα χαρακτηριστικά που το κτίριο είχε πριν την κατεδάφιση.
Άλλωστε, όπως κρίθηκε περαιτέρω, οι διατάξεις του ν. 3028/2002 για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, δεν θέτουν ως αναγκαία προϋπόθεση, για το χαρακτηρισμό ενός κτιρίου ως μνημείου, τη διατήρηση ανέπαφων των αρχιτεκτονικών και μορφολογικών του στοιχείων. Συνεπώς, αν κάποιο κτίσμα ή κτίριο υφίσταται ως υλική μαρτυρία και είναι εφικτή η επιστημονική τεκμηρίωση και αξιολόγηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, δεν στερείται της αυθεντικότητάς του, λόγω της αλλοίωσης ή καταστροφής ορισμένων στοιχείων του.
Το ΣτΕ απεφάνθη, τέλος, ότι, πλέον, για τη χορήγηση άδειας κατεδάφισης σε περιοχές όπου ήταν υποχρεωτικός ο έλεγχος από την Επιτροπή Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου, απαιτείται και έγκριση από το Υπουργείο Πολιτισμού, ενισχύοντας, έτσι, το προστατευτικό πλαίσιο για τα κτίρια του Μεσοπολέμου και τα πρώτα μεταπολεμικά κτίρια.