Άκυρη, στο σύνολό της, κρίθηκε, όπως είναι ήδη γνωστό, από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο η Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων για την εκτροπή του Αχελώου. Σύμφωνα με τη σχετική υπ’ αριθ. 26/2014 απόφαση η Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε, με εισηγήτρια τη Σύμβουλο Επικρατείας Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, ότι  το επίδικο σχέδιο διαχείρισης υδατικών πόρων, παρ’ ότι αφορά έργο εθνικής εμβέλειας, τεραστίου εύρους και αντίστοιχων συνεπειών, δεν είναι προϊόν ολοκληρωμένης διαδικασίας προγραμματισμού, αλλά αποσκοπεί, αποκλειστικά, στην πραγματοποίηση έργου, του οποίου οι περιβαλλοντικοί όροι θεωρήθηκαν δεδομένοι, αφού ελήφθη υπ’ όψιν η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) του 2002, η οποία είχε συνταχθεί πριν την έγκριση του σχεδίου διαχείρισης και προς την οποία αυτό προσαρμόστηκε.

Υπενθυμίζεται ότι η υπόθεση της “εκτροπής του Αχελώου” εισήχθη εκ νέου προς συζήτηση στην Ολομέλεια του ΣτΕ μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 3053/2009 αποφάσεως του Δικαστηρίου, με την οποία υποβλήθηκε στο ΔΕΕ σειρά προδικαστικών ερωτημάτων. Μετά την απόφαση του ΔΕΕ της 11.9.2012 , C – 43/2010, το ΔΕΕ απάντησε επί των ως άνω προδικαστικών ερωτημάτων.

Σύμφωνα με την προαναφερθείσα υπ’ αριθμ. 26/2014 απόφαση της Ολομελείας, δεν βεβαιώνεται ότι οι στόχοι του σχεδίου δεν μπορούσαν να επιτευχθούν με άλλα μέσα, τα οποία θα συνιστούσαν καλύτερη περιβαλλοντική επιλογή, ούτε προκύπτει ότι έχουν ληφθεί όλα τα πρακτικώς εφικτά μέτρα μετριασμού των αρνητικών συνεπειών του σχεδίου μεταφοράς ύδατος του ποταμού Αχελώου.

Σημειώνεται, τέλος, ότι η προαναφερθείσα υπ’ αριθμ. 26/2014 απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ είναι η τελευταία μίας σειράς αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από το Ανώτατο Ακυρωτικό δικαστήριο με αφορμή και αντικείμενο την περίφημη εκτροπή του Αχελώου ποταμού.

Συγκεκραμένα, μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί, με χρονολογική σειρά, οι εξής αποφάσεις: ΣτΕ 2760/1994, 3943/1995, ΣτΕ Ολομ. 4945/1995, 3478/2000, 1688/2005, 1186/2006 και 3053/2009.

Στο πλαίσιο αυτό,  έγινε δεκτό ότι  με το επίδικο έργο παραβιάζονται οι διατάξεις της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ, όπως αυτές ερμηνεύτηκαν με την προαναφερθείσα από 11.9.2012 απόφαση του Δ.Ε.Ε.

Εγινε, επίσης, δεκτό από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ότι με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν ικανοποιήθηκε η απαιτούμενη από την Οδηγία 85/337/ΕΟΚ και συγκεκριμένα η επιβαλλόμενη  από το άρθρο 1 παρ. 5 ,υποχρέωση ενημέρωσης και συμμετοχής του κοινού.

Περαιτέρω, κρίθηκε ότι υπάρχει σοβαρή έλλειψη αξιόπιστων και επικαιροποιημένων ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων για την ορνιθοπανίδα, που καθιστούν αδύνατη τη δέουσα εκτίμηση και δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες, ως προς την απουσία επιβλαβών συνεπειών για την ακεραιότητα των οικείων προστατευόμενων τόπων και ζωνών.

Η εν λόγω απουσία πλήρους γνώσης όλων των επιπτώσεων του σχεδίου στο ευαίσθητο περιβάλλον και τα οικοσυστήματα της περιοχής, παραβιάζει τόσο την εσωτερική όσο και την ενωσιακή νομοθεσία, διότι  καθιστά αδύνατη τη στάθμιση της βλάβης των προστατευόμενων ειδών και τόπων και των επιτακτικών λόγων σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, καθώς και τη διαπίστωση της υπάρξεως λιγότερο επιβλαβών εναλλακτικών λύσεων.

Παράλληλα, κρίθηκε ότι η αιτιολογία, σχετικά με την αξιολόγηση των θιγόμενων μνημείων, είναι ελλιπής, καθώς, στην ουσία, μετατίθεται στο μέλλον η ενδελεχής και τεκμηριωμένη αξιολόγησή τους, ενώ, ταυτόχρονα, επιτρέπεται η κατασκευή του έργου χωρίς να έχουν ληφθεί υπ’ όψιν τα απαιτούμενα δεδομένα και χωρίς να έχει προηγηθεί η απαιτούμενα εξέταση εναλλακτικών λύσεων, ως προς τον τρόπο πραγματοποίησης της εκτροπής.

Στο σημείο αυτό, κρίθηκε ότι με το επίδικο έργο παραβιάζεται ευθέως η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, όπως αυτή θεμελιώνεται πλέον  στο άρθρο 191 ΣΛΕΕ, αλλά και στα άρθρα 24 και 106 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα πάντα με την προαναφερθείσα απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ, και δεδομένου ότι το επίδικο έργο συνεπάγεται εκτεταμένη περιβαλλοντική βλάβη σε περιοχή που περιλαμβάνεται στο δίκτυο Natura 2000, η επιβαλλόμενη, από την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, αποτροπή ή μετριασμός και επανόρθωση της βλάβης, προϋποθέτει τήρηση των κανόνων της εσωτερικής και ενωσιακής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, πλείστοι από τους οποίους έχουν παραβιαστεί.