Με τις υπ’ αριθ. 519 και 520/2014 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε ότι, από το συνδυασμό των διατάξεων του ν. 3634/2008 και των άρθρων 4 παρ. 5 και 17 παρ. 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι στην έννοια του ακινήτου, που έχει δεσμευθεί  από την αρχαιολογική υπηρεσία, λόγω αρχαιολογικής έρευνας και που, ως εκ τούτου, απαλλάσσεται από το ενιαίο τέλος ακινήτων, υπάγεται και κάθε ιδιωτικό ακίνητο όταν, λόγω της σημασίας του για την αρχαιολογική, εν γένει, έρευνα, δηλαδή για την ανακάλυψη , την ανάδειξη, τη διατήρηση ή την προστασία αρχαιοτήτων, και εξαιτίας των συνακόλουθων ενεργειών της αρχαιολογικής υπηρεσίας, η κατά προορισμό χρήση και εκμετάλλευσή του έχει περιορισθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, να έχει καταστεί ουσιαστικά αδύνατη για τον ιδιοκτήτη του.

Κρίθηκε, περαιτέρω, ότι η υπαγωγή ενός τέτοιου ακινήτου σε φόρο ακίνητης περιουσίας, όπως το ένδικο ενιαίο τέλος ακινήτων, αφενός μεν θα συνιστούσε υπέρμετρη επιβάρυνση της ιδιοκτησίας, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφετέρου δε θα ερχόταν σε αντίθεση με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, αφού, υπό τις συνθήκες αυτές, η κυριότητα του ακινήτου, ως αντικειμένου του φόρου, δεν θα αποτελούσε για τον ιδιοκτήτη, ένδειξη αντίστοιχη της φοροδοτικής του ικανότητας, διασφαλίζοντας, όπως θα έπρεπε, τη φορολόγησή του, “ανάλογα με τις δυνάμεις του”.