Στις 9 Απριλίου 2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία αίτημα παροχής πληροφοριών με το οποίο κάλεσε να της κοινοποιήσει την έκθεση σχετικά με τα βέλτιστα από πλευράς κόστους επίπεδα για την ενεργειακή απόδοση κτιρίων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 παρ. 2, εδάφιο β’ της Οδηγίας 2010/31/ΕΕ. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η ως άνω έκθεση έπρεπε να είχε υποβληθεί πριν από τις 30 Ιουνίου 2012 ενώ στο εδάφιο α’ της ίδιας διάταξης ορίζεται ότι τα κράτη μέλη υπολογίζουν τα βέλτιστα από πλευράς κόστους επίπεδα για τις ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης χρησιμοποιώντας το συγκριτικό μεθοδολογικό πλαίσιο έτσι όπως θεσπίζεται στον Κανονισμό 244/2012 . Παρόλα αυτά, λόγω της εκδόσεως του εν λόγω Κανονισμού 244/2012 στις 16 Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή ενημέρωσε τα κράτη μέλη ότι τους παρείχε προθεσμία ενός έτους με αφετηρία τις 21 Μαρτίου 2012, ημερομηνία δημοσιεύσεως του Κανονισμού 244/2012, προτού κινήσει οποιαδήποτε διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως λόγω μη υποβολής της εν λόγω εκθέσεως.

Ένα χρόνο αργότερα, στις 11 Ιουλίου του 2014, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με προειδοποιητική επιστολή, επέστησε την προσοχή των ελληνικών αρχών για την καθυστέρηση στην υποβολή της επίμαχης έκθεσης, τάσσοντας δίμηνη προθεσμία για την υποβολή των παρατηρήσεων τους. Με την άκαρπη παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας, καθώς και της μετέπειτα προθεσμίας με την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής στις 26 Νοεμβρίου 2014, οι ελληνικές αρχές δεν ανταποκρίθηκαν στο αίτημα της έκθεσης όπως άρμοζε, και ως εκ τούτου η Επιτροπή προέβη στην άσκηση προσφυγής. Ως κύρια αιτιολογία τάχθηκε η παράβαση των υποχρεώσεων των ελληνικών αρχών για μη ορθή εφαρμογή της Οδηγίας 2010/31 περί ενεργειακής αποδόσεως των κτηρίων και στη μη κοινοποίηση της εκθέσεως.

Επί της προσφυγής, η Ελληνική  Δημοκρατία, παρόλο που δεν αμφισβήτησε ότι η επίμαχη έκθεση δεν κοινοποιήθηκε στις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής, συγχρόνως προς το υπόμνημα αντικρούσεως, υπέβαλε στο Δικαστήριο έκθεση σχετικά με τις μονοκατοικίες ενώ για τα υπόλοιπα είδη κτιρίων αναμενόταν η ολοκλήρωση των εκθέσεων τους. Έθεσε επιπλέον ως επιχείρημα της τις δυσκολίες και τις καθυστερήσεις που αντιμετώπισε για την κοινοποίηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι πάγια νομολογία του ΔΕΕ αναφέρει ότι υπάρχει παράβαση η οποία εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση στην οποία υπήρξε το κράτος μέλος κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε η αιτιολογημένη γνώμη, ήτοι 26 Νοεμβρίου 2014. Επιπλέον, τα κράτη μέλη δε μπορούν να επικαλούνται διατάξεις και πρακτικές της εσωτερικής έννομης τους τάξης  για να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων τους κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, η απόφαση του ΔΕΕ για την Ελληνική Δημοκρατία ήταν καταδικαστική αφού υποχρεώθηκε σύμφωνα με την απόφαση στα δικαστικά έξοδα κατόπιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής αφού διαπιστώθηκε ότι όντως υπήρξε παράβαση.