Εξετάστηκαν πρόσφατα οι προϋποθέσεις άσκησης οικοδομικής δραστηριότητας σε αρχαιολογικούς χώρους και στον περιβάλλοντα χώρο τους  από το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Συγκεκριμένα, και σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας περί «Προστασίας των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς (Ν.3028/2002, Α΄153)»,  έγινε δεκτό ότι η οικοδομική δραστηριότητα σε αρχαιολογικούς χώρους και στον περιβάλλοντα χώρο τους  επιτρέπεται σύμφωνα με την κανονιστική ρύθμιση που ισχύει στην οικεία ζώνη προστασίας κατά την οποία δεν έχει θεσπισθεί σχετικό κανονιστικό καθεστώς, και ως εκ τούτου η δραστηριότητα αυτή επιτρέπεται μόνον κατόπιν αδείας  της αρμόδιας αρχαιολογικής υπηρεσίας.

Η  άδεια αυτή χορηγείται, μόνον εάν κριθεί ότι από την ανέγερση οικοδομήματος τη χρήση ή τη λειτουργία του δεν κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη, όχι μόνον ενός ή περισσοτέρων από τα σωζόμενα μνημεία, εμφανή ή μη, που βρίσκονται εντός αρχαιολογικού χώρου, αλλά και του ελεύθερου περιβάλλοντος χώρου, ο οποίος κρίνεται αναγκαίος, είτε για να διεξαχθεί αρχαιολογική έρευνα είτε προκειμένου να μην θιγεί η ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα των μνημείων.

Εξ’ άλλου, επιτρέπεται η χορήγηση άδειας υπό όρους και συγκεκριμένα μέτρα προστασίας των χώρων αυτών, όπως είναι  η επιβολή περιορισμών ως προς την δόμηση και τη χρήση της οικοδομής κατ’ απόκλιση από τους ισχύοντες γενικούς πολεοδομικούς κανόνες.

Αντίστοιχα παραδείγματα δίδονται στην πρόσφατη νομολογία του ΣτΕ,  με χαρακτηριστικότερο την απόφαση 3748/2015 που αφορά στις προϋποθέσεις άσκησης οικοδομικής δραστηριότητας σε αρχαιολογικούς χώρους και στον περιβάλλοντα χώρου τους.

Με την εν λόγω απόφαση,  απορρίφθηκε  η αίτηση της αιτούσας για χορήγηση έγκρισης άδειας εκσκαφής και ανέγερσης οικοδομών σε αγροτεμάχιο που βρίσκεται στη θέση «ΚΑΖΑΝ ΒΙΓΛΑ», στην περιφέρεια του δημοτικού διαμερίσματος “Σίβηρης” του Δήμου Κασσάνδρας στον νομό Χαλκιδικής.

Συγκεκριμένα, και όπως γίνεται γνωστό στην απόφαση,  υποβλήθηκε αίτηση από την αιτούσα προς την ΙΣΤ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων για τη χορήγηση άδειας εκσκαφής στο επίμαχο αγροτεμάχιο, όπου και διενεργήθηκε αυτοψία και διαπιστώθηκε ότι αυτό γειτνιάζει με λόφο με επιφανειακές ενδείξεις αρχαίας εγκατάστασης.  Μετά την αυτοψία ζητήθηκε από την ίδια Υπηρεσία η αρχιτεκτονική μελέτη των οικοδομών που πρόκειται να ανεγερθούν.

Σύμφωνα με την υποβληθείσα μελέτη, διαπιστώθηκε ότι το αγροτεμάχιο γειτνιάζει άμεσα με τον αρχαιολογικό χώρο και μάλιστα πριν από την αυθαίρετη αποχωμάτωση ο λόφος εκτεινόταν σε ένα τουλάχιστον τμήμα του αγροτεμαχίου, ενώ η περιοχή είναι αδόμητη και δασική. Κατόπιν τούτου η ίδια Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων εισηγήθηκε την έγκριση της χορήγησης της άδειας εκσκαφής και τη μη έγκριση της υποβληθείσας μελέτης υπό τους δικούς της όρους.

Σύμφωνα με τους όρους αυτούς, οι οικοδομές που επρόκειτο να ανεγερθούν πρέπει να είναι μονώροφες χωρίς υπόγειο τοποθετημένες στο νότιο τμήμα του αγροτεμαχίου που είναι και το πλέον απομακρυσμένο από τον αρχαιολογικό χώρο. Όσο για την νέα αρχιτεκτονική μελέτη αυτή πρέπει να υποβληθεί προς έγκριση στην ως άνω Εφορεία ενώ η εκσκαφική εργασία θα γίνεται πάντα  υπό την παρακολούθηση υπαλλήλου της .

Τέλος, κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι  βασική προϋπόθεση αποτελεί και το γεγονός ότι σε περίπτωση που  κατά τη διάρκεια των εκσκαφικών εργασιών αποκαλυφθούν αρχαιότητες θα πρέπει να ακολουθήσει ανασκαφική έρευνα, από τα αποτελέσματα της οποίας θα εξαρτηθεί αν τελικά δοθεί η άδεια δόμησης.

Το ζήτημα εξετάστηκε και από το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας, το οποίο γνωμοδότησε αρνητικά και απέρριψε τόσο το αίτημα εκσκαφής όσο και το αίτημα της αιτούσας για ανέγερση οικοδομών, δεδομένου ότι το αγροτεμάχιο βρίσκεται πλησίον αρχαιολογικού χώρου.