Την εισηχθείσα με το ν.δ. 17.6/16.8 1923 διάκριση μεταξύ περιοχών εντός και εκτός σχεδίου – με κριτήριο διάκρισης το επιτρεπτό ή μη της δόμησης – σχετικοποίησε σειρά μεταγενέστερων νομοθετημάτων, δυνάμει των οποίων επετράπη κατ’ εξαίρεση η δόμηση σε εκτός σχεδίου περιοχές με δυσμενέστατες οικολογικές συνέπειες.
Το νομοσχέδιο «Εκσυγχρονισμός της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας», με το οποίο επιχειρείται η οριοθέτηση της εκτός σχεδίου δόμησης, συνιστά μια ευχάριστη αλλαγή παραδείγματος σε σχέση με την πάγια κρατική πρακτική της προστασίας της ιδιοκτησίας εις βάρος του περιβάλλοντος. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται η αναστολή έκδοσης οικοδομικών αδειών για τουριστικές εγκαταστάσεις στις εκτός σχεδίου περιοχές Μυκόνου και Σαντορίνης ενόψει της ανάγκης υπολογισμού της φέρουσας ικανότητας των αντίστοιχων οικοσυστημάτων. Εξ’ ίσου ευεργετική είναι και η κατεδάφιση των ανώτερων ορόφων κτιρίων μεταξύ άλλων στην περιοχή Μακρυγιάννη[1], όπως και o νομοθετικός καθορισμός των επιτρεπόμενων οικονομικών δραστηριοτήτων ανάλογα με τη θεσμοθετημένη κατηγορία χρήσεων γης.
Από την άλλη πλευρά, πρόκειται για την τρίτη συναφή νομοθετική απόπειρα εντός της τελευταίας δεκαετίας χωρίς να έχει προηγηθεί αξιολόγηση των άλλων 2.[2]Παράλληλα προβληματίζει η έλλειψη αναφοράς στις αστικές αναπλάσεις, όπως και η ευκολία έκδοσης των αδειών του άρθρου 46 του νομοσχεδίου, ενώ ο έλεγχος νομιμότητας είναι κατασταλτικός και δειγματοληπτικός.
Ο πυρήνας του προβλήματος δεν εντοπίζεται στην έλλειψη νόμων, αλλά στην αδυναμία εφαρμογής τους, η οποία ανάγεται αφ’ ενός στο πολυδαίδαλο κανονιστικό πλέγμα που σχηματίζουν οι σχετικές διατάξεις και αφ’ ετέρου στην αναποτελεσματικότητα της Διοίκησης. Θα ήταν ευχής έργον αν η επόμενη πρωτοβουλία του ΥΠΕΝ αποσκοπούσε στην κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την πολεοδομία και την χωροταξία.
[1] Βλ. ΣτΕΟλομ. 705-706/2020
[2]Ν. 4269/2014 και 4447/2016