Δεν προβλέπεται η αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΣτΕ, η οποία επιβεβαιώθηκε πρόσφατα με την υπ’ αριθμό 1154/2014 απόφαση του Ε΄ Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.
Στην περίπτωση, όμως, που η ρυμοτομική αυτή απαλλοτρίωση διατηρείται χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, δημιουργώντας έτσι νομικό και οικονομικό βάρος στην ιδιοκτησία, το οποίο είναι αντίθετο προς τη συνταγματική της προστασία, τότε ανακύπτει σαφής υποχρέωση της Διοίκησης να άρει τη συγκεκριμένη ρυμοτομική απαλλοτρίωση.Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση ρυμοτομικού βάρους, το οποίο προκύπτει από το χαρακτηρισμό ακινήτου ως χώρου κοινοφελών χρήσεων.
Για τις ανωτέρω άρσεις ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων απαιτείται τροποποίηση του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου, η οποία μάλιστα είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση. Η Διοίκηση οφείλει, ταυτόχρονα, με την βεβαίωση άρσης της απαλλοτρίωσης ή του βάρους, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του ακινήτου. Στα πλαίσια αυτής της εκ νέου ρύθμισης, η Διοίκηση μπορεί να κρίνει, για παράδειγμα, ότι η ιδιοκτησία πρέπει να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή να καταστεί οικοδομήσιμη με τους γενικούς ή ειδικούς όρους δόμησης ή ακόμα να δεσμευτεί και πάλι με επιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή βάρους, περίπτωση η οποία συνεπάγεται και τον καθορισμό της αποζημίωσης των θιγομένων ιδιοκτητών.