Η κατεδάφιση κτιρίων και κατασκευών, που βρίσκονται σε δάση και δασικές εκτάσεις και έχουν χαρακτηριστεί ως αυθαίρετες, αποτελεί μία από τις κεντρικές προτεραιότητες των περισσότερων Αποκεντρωμένων Διοικήσεων της χώρας. Για τον λόγο, άλλωστε, αυτόν, προϋπολογίζονται, κάθε χρόνο, και τα αντίστοιχα, αυξημένα κονδύλια.
Ωστόσο, η, ειλικρινής ή προσχηματική, αυτή πρόθεση προσκρούει, συχνά, στις πολύπλοκες διαδικαστικές διόδους, οι οποίες προβλέπονται από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο και στις οποίες προσφεύγουν οι ιδιοκτήτες των αυθαιρέτων αυτών ακινήτων, προκειμένου να καθυστερήσουν, να εμποδίσουν, ή ακόμα και να ματαιώσουν την οριστική κατεδάφιση των αυθαιρέτων τους.
Ακόμα, όμως, και όταν δεν τίθενται συγκεκριμένα διαδικαστικά εμπόδια και καθυστερήσεις, το έργο των αρμοδίων αρχών παρακωλύεται από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες των αυθαιρέτων, οι οποίοι κατεδαφίζουν μόνοι τους τις προαναφερθείσες αυθαίρετες κατασκευές, χωρίς, φυσικά, να προστρέχουν στις αρμόδιες Υπηρεσίες Δόμησης για την εξασφάλιση των σχετικών αδειών κατεδάφισης.
Τα προαναφερθέντα δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4178/2013 προς την κατεύθυνση της εξασφάλισης ενός περιβαλλοντικού ισοζυγίου στις ιδιαίτερα υποβαθμισμένες οικιστικά από την ύπαρξη αυθαιρέτων περιοχές της χώρας μας, ενώ συνηγορούν, χωρίς αμφιβολία, στην κρίση περί αντισυνταγματικότητας των σχετικών ρυθμίσεων, αφού αυτές όχι μόνον αδυνατούν να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική προστασία του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος, αλλά συμβάλλουν καθοριστικά στην περαιτέρω απαξίωσή του.
Σε κάθε περίπτωση, η οριστική κρίση της Ολομελείας του ΣτΕ σχετικά με την τύχη της αιτήσεως ακυρώσεως που υπογράφεται από το Γραφείο μας και αποσκοπεί στην κήρυξη των προαναφερθέντων διατάξεων του ν. 4178/2013 ανίσχυρων ως αντικειμένων στο άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος αναμένεται το αργότερο μέχρι το τέλος του προσεχούς Ιουνίου.