Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 3052/2015 απόφαση του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ, τα μέλη Οικοδομικού Συνεταιρισμού που κατέχουν δασική έκταση στο Μαρκόπουλο Αττικής δικαιούνται να αποζημιωθούν ή, εναλλακτικά, να ζητήσουν την ανταλλαγή της προαναφερθείσας έκτασής τους με άλλη που θα μπορεί να ανοικοδομηθεί.
Ειδικότερα, τα μέλη του “Οικοδομικού Συνεταιρισμού Ασφαλιστών και Προσωπικού Ασφαλιστικών Εταιριών” προσέφυγαν με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου ζητώντας την ακύρωση της άρνησης του ΥΠΕΚΑ να δρομολογήσει την αποζημίωση ή, τουλάχιστον, την ανταλλαγή της έκτασής τους με άλλη, οικοδομήσιμη.
Ο συγκεκριμένος συνεταιρισμός, που ιδρύθηκε, τη δεκαετία του ‘ 60, ξεκίνησε ήδη από το 1968 τις διαδικασίες για την ένταξη 345 στρεμμάτων που κατείχε στη θέση “Χαμολιά Βραώνας” στο σχέδιο πόλης.
Η διαδικασία κατέληξε στην έκδοση σχεδίου προεδρικού διατάγματος από το τότε ΥΧΟΠ, το οποίο , όμως, απορρίφθηκε από το τότε Υπουργείο Γεωργίας, διότι η επίμαχη έκταση ήταν δάσος και απαγορευόταν η πολεοδόμησή του, σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 24 και 117 του Συντάγματος 1975/86/01.
Περαιτέρω, ο συνεταιρισμός επανήλθε το 2010, ζητώντας την ανταλλαγή της προαναφερθείσας έκτασης με άλλην ίσης αξίας ή την απαλλοτρίωση της με βάση την εμπορική της αξία. Το Υπουργείο, μετά από αλλεπάλληλες καθυστερήσεις, απάντησε, τελικά, ότι δεν μπορούσε να προχωρήσει τη διαδικασία ανταλλαγής εκτάσεων.
Την άρνηση αυτή, ακύρωσε το ΣτΕ με την προαναφερθείσα απόφασή του που έρχεται σε συνέχεια άλλων σχετικών του αποφάσεων (βλ. και την 1058/2012), αλλά και απόφασης του ΕΔΔΑ του 2006, με την οποία το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δέχθηκε το δικαίωμα οικοδομικού συνεταιρισμού να αποζημιωθεί λόγω της πολυετούς καθυστέρησης της Διοίκησης να φροντίσει για την ανταλλαγή δασικής έκτασης που αυτός κατείχε, με άλλη, οικοδομήσιμη έκταση.
Επιβάλλεται, τέλος, να σημειωθεί ότι η σχετική πρακτική της Διοίκησης που αποφεύγει, ουσιαστικά, να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των οικοδομικών συνεταιρισμών που κατέχουν δασικές εκτάσεις, τις οποίες αδυνατούν να αξιοποιήσουν, συνεπάγεται ένα πολύ μεγάλο οικονομικό κόστος, το οποίο καλούνται, σε αυτές τις πολύ δύσκολες εποχές, να καταβάλλουν, τελικά, οι φορολογούμενοι πολίτες.