Σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, περίπου 8 δισ. ευρώ ετησίως κοστίζουν στη χώρα μας οι αδυναμίες που σχετίζονται με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης και τον καθορισμό του προορισμού της. Για το λόγο αυτό, σύμφωνα πάντα με την ίδια μελέτη, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για την ολοκλήρωση του κτηματολογίου και των δασικών χαρτών,ενώ ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δώσει η Πολιτεία στο ενδεχόμενο τα πρόσφατα μέτρα, όπως το fast track και το νέο πλαίσιο για την τουριστική κατοικία, να οδηγήσουν σε περιβαλλοντικές καταστροφές και υποβάθμιση του τουριστικού προϊόντος.

Τα βασικά και χρονίζοντα προβλήματα της ιδιοκτησίας γης στην Ελλάδα περιλαμβάνουν, σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα :

-το ασαφές ιδιοκτησιακό καθεστώς, καθώς σχεδόν η μισή έκταση της Ελλάδας διεκδικείται ιδιοκτησιακά από ιδιώτες (65.000 τ.χλμ), ενώ τίτλοι ιδιοκτησίας φαίνεται να έχουν εκδοθεί μόνο για τα 40.000 τ.χλμ. και τα υπόλοιπα 25.000 τ.χλμ. μπορούν να έχουν νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας, βάσει του νόμου της χρησικτησίας, στο βαθμό που δεν αφορούν δασικές εκτάσεις, οι οποίες είναι κατά κανόνα δημόσιες. Εντούτοις, οι δασικές διεκδικήσεις του κράτους αφορούν έκταση περίπου 80.000 τ.χλμ., με αποτέλεσμα το ποσοστό των αλληλεπικαλυπτόμενων διεκδικήσεων αυτή τη στιγμή να είναι τουλάχιστον 10% (60% το κράτος κι 50% οι ιδιώτες) – ποσοστό αρκετά υψηλό, ώστε να αποτελεί σοβαρό εμπόδιο δυνητικών επενδύσεων.

– η μικροϊδιοκτησία, η οποία αποτελεί εμπόδιο για τις επενδύσεις. Ενδεικτικά, τα γεωτεμάχια που είναι μεγαλύτερα των 500 στρεμμάτων αντιστοιχούν μόλις στο 17% της γεωργικής γης στη χώρα μας (σε σχέση με το 66% του μέσου όρου της Ε.Ε.), με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το γεγονός ότι χρειάστηκε η απαλλοτρίωση περισσοτέρων από 1.300 οικοπέδων για τη δημιουργία του γηπέδου γκολφ στο Costa Navarino.

– το ασαφές πλαίσιο για τις χρήσεις γης, δεδομένου ότι, παρά το μεγάλο αριθμό των χωροταξικών μεταρρυθμίσεων, το ακριβές πλαίσιο που ορίζει τις χρήσεις γης παραμένει ασαφές και συχνά εξαρτώμενο από αλληλεπικαλυπτόμενες διατάξεις. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτού αποτελεί η παράκτια ζώνη, καθώς, παρότι η δημιουργία ενός νομοθετικού πλαισίου, ειδικά για τις ακτές, ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’90, τα όρια του αιγιαλού δεν έχουν ακόμα οριστεί με σαφήνεια, ενώ και οι σχετικοί πολεοδομικοί κανόνες είναι ασαφείς.

Σημειωτέον, τέλος, ότι η μελέτη τάσσεται υπέρ της απαγόρευσης της εκτός σχεδίου δόμησης, ενώ, παράλληλα, εκτιμάται ότι οι πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως το fast track και η δημιουργία ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις επενδύσεις και τα τουριστικά χωριά, είναι μεν στη σωστή κατεύθυνση, επισημαίνεται, ωστόσο, ότι πρόκειται για ρυθμίσεις επείγουσες, που είχαν ως στόχο την παράκαμψη προβλημάτων και οι οποίες μπορεί να “εκπυρσοκροτήσουν” σε όρους βιωσιμότητας και να οδηγήσουν σε αντίθετα από τα προσδοκόμενα αποτελέσματα.