Οι προϋποθέσεις ανάκλησης  της ρυμοτομικής  απαλλοτριώσεως καθορίζονται  λεπτομερώς στην πάγια νομολογία του ΣτΕ.

Συγκεκριμένα, και όπως γίνεται παγίως δεκτό (βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 7603/2016, 1010/2016, 1102/2016, 4842/2012), ενόψει των διατάξεων του άρθρου 17 του Συντάγματος περί προστασίας της ιδιοκτησίας, ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, καθώς και άλλα ρυμοτομικά βάρη που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί εγκρίσεως και τροποποιήσεως των σχεδίων πόλεως  ή πολεοδομικών μελετών, με τον καθορισμό κοινόχρηστων χώρων, δεν επιτρέπεται  να διατηρούνται  επί μακρό χρονικό διάστημα.

Επομένως, όταν οι πολεοδομικές αυτές δεσμεύσεις της ιδιοκτησίας  διατηρούνται πέραν  ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος, χωρίς τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης των βαρυνόμενων ακινήτων, ανακύπτει υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου της Διοίκησης να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση, η δε υποχρέωση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ότι για την άρση αυτή απαιτείται η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης.

Υποχρέωση, όμως, για τροποποίηση του σχεδίου πόλεως λόγω άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης  δεν συντρέχει, όταν το ακίνητο το οποίο αφορά η πολεοδομική δέσμευση έχει ήδη περιέλθει στην κοινή χρήση ( ΣτΕ 703/2016).

Περαιτέρω, έχει κριθεί ότι η σχετική διαδικασία κινείται πάντα με αίτηση του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήτη που ζητά την άρση της απαλλοτρίωσης λόγω παρόδου απράκτου του εύλογου χρονικού ορίου συντέλεσής της , το οποί, όμως,  δεν μπορεί να είναι μικρότερο της οκταετίας.

Μαζί με την αίτηση ο ιδιοκτήτης θα πρέπει να προσκομίζει και τα αποδεικτικά της ιδιοκτησίας του , καθώς και όλα τα υπόλοιπα επίκαιρα αποδεικτικά στοιχεία που τείνουν στην απόδειξη της κυριότητάς του.

Σε περίπτωση δε που αυτή δεν αποδεικνύεται πλήρως, η Διοίκηση θα πρέπει να κάνει παρεπίμπτουσα κρίση περί της κυριότητας. Εφόσον δε η υπόθεση αχθεί ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου, αυτό κρίνει, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, το έννομο συμφέρον του αιτούντος, συνεκτιμώντας και τους αντίστοιχους , κατάλληλους, αντίθετους  ισχυρισμούς των υπόλοιπων αντιδίκων ( ΣτΕ 2129/2007, 672/2006).

Το Δικαστήριο, πάντως, αυτό δεν επιλύει, κατά την ως άνω δίκη, οριστικά το ζήτημα της της τυχόν ύπαρξης εμπραγμάτων δικαιωμάτων στο επίμαχο ακίνητο, για το οποίο, κατά το Σύνταγμα, τελικώς αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια.

Συνεπώς, έστω και αν το Δικαστήριο δεχθεί τη συνδρομή των προϋποθέσεων άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης και διατάξει τη Διοίκηση να προχωρήσει σε αυτήν, η Διοίκηση, επανερχόμενη επί του θέματος, διατηρεί πάντα το δικαίωμα και τη δυνατότητα, επικαλούμενη αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων ή άλλα στοιχεία που δεν είχαν τεθεί υπόψιν του Δικαστηρίου, να αρνηθεί την άρση της απαλλοτρίωσης, εάν αποδείξει ή κρίνει αιτιολογημένα ότι αυτός που πέτυχε την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως δεν έχει, τελικά, κανένα εμπράγματο δικαίωμα στο επίμαχο ακίνητο  (ΣτΕ ΣτΕ 392/2014, 1994/2013, 1815/2012).