Η πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την υποχρέωση αποζημίωσης ιδιοκτήτη ακινήτου που χαρακτηρίζεται ως αρχαιολογικό ή εντάσσεται ως αδόμητο σε Ζώνη Α΄ απόλυτης προστασίας η σε ΖΟΕ επιβεβαιώνεται με την υπ’ αριθμ.815/2016 απόφαση του Ε΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, με εισηγήτρια τη Σύμβουλο Επικρατείας Μ.- Ε. Κωνσταντινίδου.

Συγκεκριμένα, έγινε δεκτό από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ότι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 24 και 17 του Συντάγματος, προκύπτει ότι τα εμπράγματα δικαιώματα, όπως είναι η κυριότητα, προστατεύονται στο πλαίσιο του προορισμού του ακινήτου.

Τα ακίνητα διαχωρίζονται, επίσης, ανάλογα με τον προορισμό τους, σε ευρισκόμενα σε εντός ή εκτός οικιστικών περιοχών. Τα εκτός οικιστικών περιοχών ακίνητα, εφόσον δεν προστατεύονται πληρέστερα, όπως τα δάση ή οι αρχαιολογικοί χώροι, είναι δυνατόν να δομηθούν, εφόσον τούτο επιτρέπεται από το νόμο, υπό αυστηρότερες, όμως, προϋποθέσεις σε σχέση με τις προϋποθέσεις δομήσεως στις οικιστικές περιοχές.

Το τελευταίο αυτό στοιχείο κρίνεται ότι επηρεάζει μειωτικά την αξία τους ( βλ. και ΣτΕ Ολομ. 2034- 2036/2011, ΣτΕ 2165/2013, 2127/2014).

Περαιτέρω, και σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3028/2002, προβλέπεται η αποζημίωση του ιδιοκτήτη ακινήτου που θίγεται από περιοριστικά της ιδιοκτησίας μέτρα, επιβαλλόμενα με σκοπό την προστασία των στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος.

Κατά την έννοια δε των διατάξεων αυτών, κρίθηκε ότι ο χαρακτηρισμός ιδιωτικής εκτάσεως ως αρχαιολογικού χώρου, χωρίς να κινηθεί εντός ευλόγου χρόνου η διαδικασία απαλλοτριώσεως του ακινήτου, δεν γεννά, κατ’ αρχήν, υποχρέωση της Διοίκησης να εκδώσει πράξη περί άρσεως της δεσμεύσεως της ιδιοκτησίας, αλλά μόνον υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως, σε περίπτωση ουσιώδους, κατά τας περιστάσεις, περιορισμού ή στερήσεως της κατά προορισμό χρήσης της ιδιοκτησίας ( Στε 4326/2010).

Προκειμένου να λάβει αυτή την αποζημίωση, ο θιγόμενος ιδιοκτήτης θα πρέπει να υποβάλλει αίτηση, προσκομίζοντας και όλα τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία,  στην οποία θα προσδιορίζει την κατά προορισμό χρήση του ακινήτου του, τη βούλησή του για εκμετάλλευσή του, την εν γένει συμπεριφορά της Διοίκησης, με τη δημιουργία εκ μέρους του δικαιώματος εύλογης προσδοκίας και, τέλος, την εκτίμηση της αξίας του ακινήτου πριν και μετά την επιβολή του συγκεκριμένου περιορισμού.