Με την υπ’αριθ. 658/2017 απόφαση του ΣτΕ κρίθηκε  ότι κατά την ανέγερση οικοδομής, οι τυχόν επιτρεπόμενες από τον νόμο επεμβάσεις επί της φυσικής στάθμης του εδάφους στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, από τις οποίες είναι ενδεχόμενο να επηρεάζεται και το τελικό νόμιμο ύψος της  οικοδομής, επιτρέπονται αν είναι αναγκαίες μόνο για την προσαρμογή του κτιρίου στο έδαφος και όχι για την προσαρμογή του εδάφους στις διαστάσεις και τα λοιπά τεχνικά χαρακτηριστικά που επιθυμεί να προσδώσει στο κτίριο ο κατασκευαστής του.

Ειδικές διατάξεις, θεσπιζόμενες για την προστασία, μεταξύ άλλων, παραδοσιακών οικισμών, συνόλων και καθορίζουσες το μέγιστο ύψος των κτιρίων και την αφετηρία μετρήσεως αυτού, κατισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού.

Επιπλέον,έγινε δεκτό ότι σύμφωνα με  τις διατάξεις του Π.Δ/γματος. ΦΕΚ Δ’ 130-1.3.1979 περί «χορηγήσεως αδειών οικοδομών προς αποκατάσταση ζημιών οι οποίες επροξενήθησαν εκ βιαίου συμβάντος ή θεομηνίας κλπ επί αρτίων και μη αρτίων οικοπέδων», τίθεται εξαιρετικό δίκαιο, υπαγορευόμενο  από την ανάγκη στεγαστικής αποκατάστασης των πληγέντων από πολεμικά γεγονότα, σεισμούς κλπ.

Συνεπώς, επιτρέπεται βάσει των παραπάνω διατάξεων η επισκευή πληγείσας ή η αντικατάσταση καταστραφείσας οικοδομής, κατά παρέκκλιση  από τις κείμενες διατάξεις, εφόσον η  σχετική άδεια ζητηθεί εντός ευλόγου από την καταστροφή χρόνου και η ανεγειρόμενη ή επισκευαζόμενη οικοδομή χρησιμεύει αποκλειστικώς για την στέγαση των πληγέντων από τα ανωτέρω γεγονότα.

Σύμφωνα πάντα με την προαναφερθείσα απόφαση του ΣτΕ , σε περίπτωση ανεγέρσεως εντός του παραδοσιακού οικισμού, συγκεκριμένα του παραδοσιακού οικισμού της Κόνιτσας, σε οικόπεδο μη άρτιο και οικοδομήσιμο κατά τον κανόνα ή κατά παρέκκλιση, νέας οικοδομής στη θέση παλαιάς, η οποία κατεστράφη από σεισμό, α) η νέα οικοδομή, συμπεριλαμβανομένων κυρίων και βοηθητικών χώρων, πρέπει να έχει συνολικά τηv ίδια έκταση και τοv ίδιο όγκο με τηv προηγούμενη, και β) αφετηρία μετρήσεως του μέγιστου ύψους της οικοδομής είναι το διαμορφωμένο έδαφος που περιέβαλλε την παλαιά οικοδομή, μετρούμενο σε κάθετη όψη, με την προϋπόθεση ότι δεν αφίσταται πέραν του ενός μέτρου από το φυσικό έδαφος.

Κρίθηκε, τέλος, ότι αυτό γίνεται προς προστασία της παραδοσιακής φυσιογνωμίας του οικισμού και για τη διατήρηση των όγκων και της κλίμακας των οικιών και του φυσικού αναγλύφου του εδάφους, καθώς και για την αποτροπή της κατεδάφισης παλαιών παραδοσιακών οικιών προς ανέγερση νέων, με σκοπό την μεγαλύτερη εκμετάλλευση του ακινήτου.