Στην πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ εισάγεται μία νομοθετημένη μέθοδος υπολογισμού αποζημίωσης για απαλλοτρίωση η οποία βασίζεται στη σχέση μεταξύ των δεικτών του πληθωρισμού του έτους καθορισμού της καταβληθείσας αποζημίωσης και του έτους επιστροφής της από τον ιδιοκτήτη και επικεντρώνει στη γενική οικονομική κατάσταση της χώρας αλλά δε λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα στην αγορά ακινήτων και στην αξία απαλλοτριωθέντος ακινήτου.
Εν τούτοις το ΕΔΔΑ δεν ελέγχει γενικώς και αφηρημένα τη συμβατότητα ενός εθνικού νόμου προς την ΕΣΔΑ. Επί της ουσίας εξετάζει εάν ο τρόπος εφαρμογής του νόμου στη συγκεκριμένη επίδικη περίπτωση παραβίασε την ΕΣΔΑ. Εν προκειμένω κρίθηκε πως η επίμαχη νομοθετική διάταξη (άρθρο 1 πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ) δεν επέτρεψε στη Διοίκηση να συνεκτιμήσει και άλλα κριτήρια που ήταν σχετικά ή και αναγκαία για το δίκαιο υπολογισμό του επιστρεπτέου ποσού, όπως η αξία του ακινήτου κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης καθορισμού του ποσού αυτού ή η αξία των γειτονικών ακινήτων στην ευρύτερη περιοχή που είχαν επίσης απαλλοτριωθεί, ενόψει και του γεγονότος ότι η αποζημίωση πρέπει να αντιστοιχεί στην εμπορική αξία του ακινήτου.
Στη νεότερη διατύπωση του ν. 2882/2001 στο άρ. 12 υπογραμμίζεται ότι λαμβάνονται υπόψη και άλλα στοιχεία, όπως η αξία των γειτονικών ακινήτων ή το εισόδημα που δύναται να επιφέρει εκμετάλλευση του και έτσι σε περίπτωση διαφωνίας δεν εφαρμόζεται κριτήριο αναγόμενο στο μέσο ετήσιο δείκτη του πληθωρισμού.
Ενώπιον του ΣτΕ ο προσφεύγων της επίδικης υποθέσεως επικαλέσθηκε το άρθρο 17 Σ. περί του δικαιώματος της ιδιοκτησίας αλλά και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περί της Προασπίσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Στον αντίλογο όμως το ΣτΕ διατύπωσε ότι δε στοιχειοθετείται παραβίαση του δικαιώματος επί της περιουσίας. Συνεπώς, το ΕΔΔΑ έκρινε πως ο προσφεύγων δεν είχε επαρκή δυνατότητα αποτελεσματικής ένδικης αμφισβήτησης της νομιμότητας του επίδικου μέτρου. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, το κριτήριο που εφαρμόσθηκε για τον καθορισμού του επιστρεπτέου ποσού ένεκα απαλλοτριώσεως σε συνδυασμό με το σκεπτικό της απόφασης του ΣτΕ (2492/2008 Στ’ Τμήμα) συνιστούν διάρρηξη της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και του δικαιώματος του προσφεύγοντος για σεβασμό της περιουσίας του, γεγονός που αποτελεί παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.