Με την υπ’αριθμ’ 1684/2015 απόφαση του Ε’ Τμήματος του Συμβούλιου της Επικρατείας (εφεξής ΣτΕ) προσδιορίστηκαν οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η νομιμότητα του  επανακαθορισμού της οριογραμμής παλαιού αιγιαλού.

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην προαναφερθείσα απόφαση, ζητήθηκε η ακύρωση της από 12.1.2004 αρνητικής γνωμοδότησης του Γενικού Επιτελείο Ναυτικού (εφεξής ΓΕΝ), σχετικά με την αίτηση της δικαιοπαρόχου της αιτούσης εταιρείας, για τον επανακαθορισμό των ορίων του παλαιού αιγιαλού σε ακίνητο με ξενοδοχειακή εγκατάσταση.

Περαιτέρω, κρίθηκε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2971/2001, καθιερώνεται η διοικητική διαδικασία οριοθέτησης της δημόσιας κτήσης, η οποία προκύπτει από τη μετατόπιση της γραμμής προς τη θάλασσα. Εάν κατά τον καθορισμό των ορίων της ακτογραμμής του αιγιαλού είναι φανερή η δημιουργία νέας χερσαίας ζώνης, με παράλληλη βαθμιαία υποχώρηση της θάλασσας, η αρμόδια Επιτροπή προβαίνει στον καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού, με βάση τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 5 και 6 του ν. 2971/2001. Εν όψει της φύσης του τμήματος αυτού της ξηράς, ως ανεπίδεκτου κτήσης ιδιωτικών δικαιωμάτων, όταν καταλαμβανόταν από τις αναβάσεις των χειμέριων κυμάτων, μετά την επέκταση των ορίων της ακτογραμμής προς τη θάλασσα,  καθίσταται τμήμα της δημόσιας κτήσης.

Το ΣτΕ απέρριψε, ως αβάσιμο, τον ισχυρισμό περί αρμοδιότητας του ΓΕΝ, η οποία εκτείνεται αποκλειστικά σε θέματα εθνικής ασφάλειας, με την αιτιολογία ότι αυτό εμπλέκεται στην διαμόρφωση ιδιωτικής περιούσιας του Δημοσίου, εις βάρος ιδιωτών, χωρίς να εξυπηρετείται δημόσιο συμφέρον, όπως στην περίπτωση χάραξης οριογραμμών αιγιαλού και παραλίας.

Ειδικότερα, έγινε δεκτό ότι  η αποκλειστική αρμοδιότητα του ΓΕΝ  για θέματα εθνικής ασφάλειας δεν  βρίσκει έρεισμα ούτε σε συνταγματικές ούτε σε νομοθετικές διατάξεις, καθώς και ότι ο παλαιός αιγιαλός είναι ανεπίδεκτος κτήσης ιδιωτικών δικαιωμάτων, επειδή καταλαμβανόταν από τις αναβάσεις των χειμέριων κυμάτων και συνεπώς, δε τίθεται θέμα συνταγματικής προστασίας της ιδιοκτησίας κατά τη χάραξη της οριογραμμής του.

Με αφορμή τα παραπάνω, αξίζει να σημειωθεί ότι, εάν η χερσαία ζώνη έχει δημιουργηθεί, στο σύνολο της, πριν από το 1884, και στην έκταση του  μεταξύ του σημερινού και παλαιού αιγιαλού, υπάρχουν πράξης νομής και κατοχής ιδιωτών πριν από το έτος αυτό, δε μπορεί να καθορισθεί οριογραμμή αιγιαλού και να δημιουργηθεί δημόσια κτήση. Εάν δε το τμήμα μόνος της νέας χερσαίας ζώνης έχει δημιουργηθεί πριν το 1884 και, στο τμήμα αυτό του παλαιού αιγιαλού υπάρχουν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών πριν από το έτος αυτό, η οριογραμμή παλαιού αιγιαλού δε μπορεί να καθορισθεί με τον τρόπο που να περιλαμβάνει και το ως άνω τμήμα. Τέλος, εάν δεν υπάρχουν οι προαναφερθείσες πράξεις νομής και κατοχής εως το 1884, τότε ο χρόνος αυτός δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για τον καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού και έτσι, δεν απαιτείται να προσδιορίζεται επακριβώς στην αιτιολογία της σχετικής διοικητικής πράξης η χρονολογία δημιουργίας του παλαιού αιγιαλού.

Απορρίφθηκε, επίσης, ως αβάσιμος, ο λόγος περί αναρμοδιότητας του ΓΕΝ να αποφαίνεται επί του καθορισμού του παλαιού αιγιαλού, με την αιτιολογία ότι  η γνώμη την οποία μπορεί αυτό να διατυπώσει αφορά μόνο την αρμοδιότητα του επανακαθορισμού της οριογραμμής του αιγιαλού και της παραλίας.

Έγινε, τέλος,  δεκτό ότι σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 5 του ν.2971/2001, νομίμως λαμβάνεται υπ’ όψιν γνωμοδότηση του ΓΕΝ, το οποίο μαζί με την Επιτροπή, οφείλει να κάνει τη δική του διαπίστωση για την ακριβή θέση των ορίων.