Κρίθηκε  από το Συμβούλιο της Επικρατείας (υπ’αριθμ. 1439/2016 ΣτΕ, Τμήμα Ε’) η έφεση κατά της υπ’αριθμ. 6/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε διαταχθεί να κατεδαφιστεί: α) τσιμεντένια πλατεία, πλακόστρωτα μονοπάτια, πεζούλια, κιόσκι, κτιριακές εγκαταστάσεις, και τοιχία εμβαδού 3.171,5 τ.μ.  και β)ν τσιμεντένιο πεζούλι εμβαδού 55 τ.μ., τα οποία είχαν κατασκευασθεί εντός δασικής εκτάσεως στο Δημοτικό διαμέρισμα Κρυοπηγής περιφέρειας Δήμου Κασσάνδρας νομού Χαλκιδικής, για την εξυπηρέτηση της λειτουργούσης ξενοδοχειακής μονάδας στην περιοχή της εκκαλούσης εταιρείας. Με την ως άνω απόφαση του Διοικ. Πρωτ. Θεσσαλονίκης είχε απορριφθεί η αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσης εταιρείας κατά της πράξεως του Γενικού Γραμματέως Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.

Σύμφωνα με το διατακτικό της αποφάσεως του ΣτΕ, γίνεται λόγος για την ισχύουσα νομοθεσία, σχετική με το ζήτημα της ανεγέρσεως αυθαιρέτων κατασκευών εντός δασικών εκτάσεων και συγκριμένα του άρθ. 71 παρ. 1 και 2 του 998/1979 (Α’ 289, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθ. 46 παρ. 1 του ν. 2145/1993, Α’ 88) και του άρθ. 114 παρ. 1-3, 5-6 ν. 1892/1990 (Α’ 101, όπως τροποποιήθηκε με άρθ. 9 παρ. 5 2880/2001, Α’ 9 και 45 παρ. 1 ν. 2145/1993).

Προϋπόθεση για τη νομιμότητα της εκδιδόμενης διαταγής κατεδαφίσεως αυθαίρετων κτισμάτων είναι, μεταξύ άλλων, η διαπίστωση της ανεγέρσεως του εντός δάσους ή δασικής ή αναδασωτέας εκτάσεως. Η σχετική κρίση της Διοικήσεως πρέπει να είναι αιτιολογημένη σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, γιατί πρόκειται για την επιβολή ειδικής αποζημίωσης για την διατήρηση του αυθαιρέτου και υποχρεωτική κατεδάφιση του. Παράλληλα, δεν επιτρέπεται να διαταχθεί η κατεδάφιση κτίσματος ανεγερθέντος βάσει σχετικής οικοδομικής άδειας, η οποία δεν έχει ανακληθεί ή ακυρωθεί. Έτσι, κατόπιν τούτου, η κατεδάφιση ως μέτρο επιβάλλεται από την δασική αρχή μόνο κατόπιν ανακλήσεως ή ακυρώσεως της οικοδομικής άδειας.

Όπως προκύπτει από τα προπαρατεθέντα στοιχεία, ούτε στην προσβληθείσα πράξη κατεδαφίσεως ούτε στην 382/2006 έκθεση αυτοψίας, η οποία αποτελεί έρεισμα της πράξεως αυτής, αλλά και ούτε στο συνοδεύον απόσπασμα του χάρτου προσδιορίζονται, ως προς την θέση και το μέγεθος αυτών, οι χαρακτηρισθείσες ως αυθαίρετες κατασκευές. Επίσης, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι είχαν χορηγηθεί άδειες για έργα αντιστηρίξεως στην ξενοδοχειακή μονάδα της εκκαλούσης  (τοιχία και πεζούλια όπως και δρόμος προς την παραλία) και η κατασκευή αυτών αφενός είχε εγκριθεί από το Δασαρχείο Κασσάνδρας και αφετέρου έγινε σύμφωνα με τις χορηγηθείσες άδειες. Ως εκ τούτου, κλονίζεται η αιτιολογία της πράξεως κατεδαφίσεως καθ ‘ ο μέρος δι’ αυτής αποδίδεται στην εκκαλούσα αυθαίρετη ανέγερση των ανωτέρω κατασκευών εντός τη δασικής εκτάσεως.

Τέλος, η οικοδομική άδεια, με την οποία είχε επιτραπεί η επέκταση των κτιρίων της ξενοδοχειακής μονάδος της εκκαλούσης, προκύπτει ότι ούτε είχε ανακληθεί ούτε είχε ακυρωθεί κατά την ισχύουσα νομοθεσία.

Υπό τα δεδομένα αυτά, η προσβληθείσα πράξη κατεδαφίσεως δεν αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς και το ΣτΕ, με την υπ’αριθμ. 1439/2016 απόφαση, δέχθηκε την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 6/2006 αποφάσεως του Διοικ. Πρωτ. Θεσσαλονικής, καθώς  και την αίτηση ακυρώσεως κατά της πράξης κατεδαφίσεως.