Με την πρόσφατη, υπ’ αριθ. 1965/2017, απόφαση του Ε’ τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (εφεξής ΣτΕ) έγινε δεκτό ότι για την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά ατομικής διοικητικής πράξης μη δημοσιευτέας, η οποία δεν έχει κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο, η προθεσμία εκκινεί από τότε που αυτός έλαβε πλήρη γνώση της πράξης και του περιεχομένου της. Το συγκεκριμένο χρονικό σημείο της πλήρους γνώσης μπορεί να συνάγεται κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων κάθε υπόθεσης.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κρίθηκε ότι, στην περίπτωση άσκησης αίτησης  ακύρωσης κατά ατομικής διοικητικής πράξης μη δημοσιευτέας, συνάγεται τεκμήριο πλήρους γνώσεως της  πράξης αυτής ενόψει του γεγονότος ότι είχε προηγηθεί διαδικασία σύνταξης εκθέσεων ελέγχου, αυτοψίας, κήρυξης αυθαίρετων κατασκευών και ενστάσεων, η οποία κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, όπως και ενόψει του ευλόγου ενδιαφέροντος της αιτούσας για την πορεία και την έκβαση της ανωτέρω διαδικασίας, καθώς μάλιστα παρήλθε ικανός χρόνος από την υποβολή των διαφόρων εγγράφων της ιδίας προς τη Διοίκηση μέχρι την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως από αυτή.

Με την ίδια απόφαση κρίθηκε, επιπλέον, το ζήτημα του παραδεκτού της ασκήσεως εφέσεως, ενόψει των ισχυρισμών της αιτούσας ότι δεν υπάρχει απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου Δικαστηρίου, με την οποία έχει κριθεί υπόθεση με τα ανωτέρω πραγματικά ή νομικά δεδομένα. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός,κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ανάγεται στην εκτίμηση διαφόρων πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης εκ μέρους του δικάσαντος Δικαστηρίου και στην υπαγωγή των περιστατικών αυτών στον εφαρμοσθέντα κανόνα δικαίου και όχι σε νομικό ζήτημα, κατά τα οριζόμενα στο ν. 3900/2010.