Το Ένατο Τμήμα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης,  εξέδωσε στις 27.02.2020, απόφαση για την υπόθεση, με αριθμό (C-298/19), που αφορούσε προσφυγή του άρθρου 260, παράγραφο 2 ΣΛΕΕ, ασκηθείσα από την Επιτροπή κατά της Ελλάδας, λόγω της καθυστέρησης της Ελλάδας να θέσει σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, περί προστασίας των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προελεύσεως, επιβάλλοντας νέο πρόστιμο στην Ελλάδα, ύψους 3,5 εκατομμυρίων ευρώ.

Ήδη με προγενέστερη απόφασή του, στις 23 Απριλίου 2015 , το Δικαστήριο απεφάνθη  ότι η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την Οδηγία 91/676/ΕΟΚ  για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προελεύσεως. Η παραβίαση συνίστατο στο γεγονός ότι η Ελλάδα δεν  χαρακτήρισε ως «ευπρόσβλητες» ορισμένες ζώνες, μεταξύ των οποίων η περιοχή της Θεσσαλικής πεδιάδας και του Έβρου, στις οποίες είχαν καταγραφεί συγκεντρώσεις νιτρικών ιόντων μεγαλύτερες από 50 mg/l  (σε υπόγεια και επιφανειακά ύδατα) και φαινόμενα ευτροφισμού (σε επιφανειακά ύδατα). Επιπλέον δεν εκπόνησε τα προγράμματα δράσεως σχετικά με τις ζώνες (ως όφειλε να πράξει ενα έτος μετά τον εν λόγω χαρακτηρισμό).

Κατά τον έλεγχο της εκτελέσεως της αποφάσεως του 2015, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν είχε ακόμη επιτευχθεί συμμόρφωση προς την εν λόγω απόφαση. Υπό τις συνθήκες αυτές, αποφάσισε να ασκήσει, στις 11 Απριλίου 2019, νέα προσφυγή  κατά της Ελλάδας, προκειμένου να ζητήσει από το Δικαστήριο να υποχρεώσει το εν λόγω κράτος μέλος να καταβάλει χρηματική ποινή και κατ’ αποκοπήν ποσό. Εντούτοις, κατόπιν της εκδόσεως από την Ελλάδα κοινής υπουργικής αποφάσεως, στις 24 Απριλίου 2019 (ΦΕΚ B΄ 1496/3.5.2019), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το κράτος μέλος είχε λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως εκείνης και αποφάσισε να εμμείνει στην προσφυγή της αποκλειστικά και μόνον όσον αφορά την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού.

Με τη νέα απόφασή του, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Ελλάδα παρέβη την υποχρέωσή της να εκτελέσει την απόφαση του 2015, καθόσον, κατά τη λήξη της ταχθείσας από την Επιτροπή προθεσμίας (5 Δεκεμβρίου 2017), το κράτος μέλος δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως. Πράγματι, τα μέτρα αυτά ελήφθησαν μόνον κατόπιν της εκδόσεως της κοινής υπουργικής αποφάσεως, η οποία άρχισε να ισχύει στις 3 Μαΐου 2019, ήτοι μετά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας.

Όσον αφορά τον υπολογισμό του κατ’ αποκοπήν ποσού, το Δικαστήριο διαπίστωσε, κατ’ αρχάς, ως προς τη διάρκεια της παραβάσεως, ότι η προσαπτόμενη στην Ελλάδα παράβαση εξακολούθησε επί σημαντικό χρονικό διάστημα, ήτοι διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων ετών από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως του 2015, μέχρι την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της κοινής υπουργικής αποφάσεως. Το Δικαστήριο υπενθύμισε, στην συνέχεια, ως προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως, ότι η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί έναν από τους ουσιώδεις σκοπούς της Ένωσης και έχει θεμελιώδη χαρακτήρα. Πράγματι, η μη τήρηση της υποχρεώσεως που απορρέει από την οδηγία μπορεί να βλάψει το περιβάλλον και πρέπει να θεωρείται ιδιαίτερα σοβαρή. Τέλος, όσον αφορά την ικανότητα πληρωμής της Ελλάδας, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη την πρόσφατη εξέλιξη του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) του εν λόγω κράτους μέλους.

Για όλους αυτούς τους λόγους, το Δικαστήριο έκρινε προσήκον, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου που ενέχει η επίμαχη παράβαση για το περιβάλλον και την υγεία του ανθρώπου, να υποχρεώσει την Ελλάδα να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 3,5 εκατομμυρίων ευρώ, για την αποτελεσματική πρόληψη της μελλοντικής επανάληψης ανάλογων παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης.