Την υποχρέωση της Διοικήσεως να διαβιβάσει τις αιτήσεις για διόρθωση προδήλου σφάλματος αναρτηθέντος δασικού Χάρτη, στην αρμόδια Επιτροπή Αντιρρήσεων, όταν δεν συντρέχουν οι εξαιρετικές περιπτώσεις της διαδικασίας διόρθωσης προδήλου σφάλματος, ανέδειξε η υπ’αριθμ. 1411/2019 Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Ειδικότερα, στις περιπτώσεις στις οποίες ο αναρτηθείς δασικός χάρτης εμπεριέχει πρόδηλα σφάλματα, όπως αυτά ορίζονται στην υπ’αριθμ. 153394/919/2017 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο ενδιαφερόμενος έχει τη δυνατότητα να ακολουθήσει την ειδικώς διαγραφόμενη στην εν λόγω υπουργική απόφαση διαδικασία διόρθωσης προδήλου σφάλματος, χωρίς, μάλιστα, να έχει υποχρέωση καταβολής του ειδικού τέλους που απαιτείται όταν ασκούνται αντιρρήσεις κατά του αναρτηθέντος δασικού χάρτη. Οι ειδικές αυτές περιπτώσεις απαριθμούνται περιοριστικώς στην προαναφερόμενη 153394/919/2017 υπουργική απόφαση. Σε αυτές περιλαμβάνεται και η παράλειψη απεικόνισης πράξεων της διοίκησης πριν την κύρωση του δασικού χάρτη (σχέδιο πόλης, πράξη χαρακτηρισμού, έγγραφα πληροφοριακού χαρακτήρα που προβλέπονται στην παρ. 10 του άρθρου 14 του N 998/1979, κλήρος εποικισμού κ.λπ.).

Σε αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις, τα σφάλματα του δασικού χάρτη πρέπει να προκύπτουν ευθέως και αμέσως από τα προσκομιζόμενα από τον ενδιαφερόμενο στοιχεία, κατά τρόπο βέβαιο και αδιαμφισβήτητο, ώστε να μη χωρεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κρίση και εκτίμηση επί του περιεχομένου τους, εκ μέρους της Διοίκησης. Εξάλλου, ακόμα και στις περιπτώσεις που τα προσκομιζόμενα στοιχεία δεν πληρούν τις αναφερόμενες στην ανωτέρω υπουργική απόφαση προϋποθέσεις, ο ενδιαφερόμενος έχει παράλληλα την ευχέρεια υποβολής αντιρρήσεων κατά του αναρτηθέντος δασικού χάρτη.

Ειδικότερα, αμφισβητήσεις του περιεχομένου του δασικού χάρτη, τόσο της γεωγραφικής θέσης της αποτύπωσης όσο και του χαρακτήρα των εμφανιζομένων στο χάρτη εκτάσεων, μπορεί ή πρέπει, κατά περίπτωση, να προβάλλονται με τη διαδικασία των αντιρρήσεων με την καταβολή του ειδικού τέλους. Ανάλογα δε με την τήρηση της διαδικασίας διόρθωσης προδήλου σφάλματος ή της διαδικασίας των αντιρρήσεων, διαμορφώνονται αντιστοίχως, αφενός μεν η εξέλιξη της διαδικασίας κύρωσης του δασικού χάρτη κατά το άρθρο 17 ή κατά το άρθρο 19 του ν. 3889/2010, αφετέρου δε η έκταση και το περιεχόμενο της δικαστικής προστασίας που δύναται στη συνέχεια να επιδιώξει ο ενδιαφερόμενος.

Εφόσον όμως , δεν εναπόκειται στη Διοίκηση η κρίση περί του αν η ανταπόδειξη κατά αναρτηθέντος δασικού χάρτη δύναται να χωρέσει είτε με την εξαιρετική διαδικασία του πρόδηλου σφάλματος, είτε με τη διαδικασία των αντιρρήσεων, σε περίπτωση που εντός προθεσμίας των αντιρρήσεων, ασκηθεί αίτηση διόρθωσης προδήλου σφάλματος, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ως άνω 153394/2017 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η Υπηρεσία στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση οφείλει είτε να την εξετάσει ως αίτηση αντιρρήσεων, είτε, αν δεν είναι αρμόδια, να τη διαβιβάσει στην αρμόδια προς εξέταση των αντιρρήσεων αρχή. Η αρμόδια εξεταστική αρχή υποχρεούται, στη συνέχεια,  να την εξετάσει αυτοτελώς η να την συνεξετάσει με τυχόν ήδη υποβληθείσες αντιρρήσεις, εφόσον, βεβαίως, καταβληθεί το ειδικό τέλος.

Εάν, όμως, η εν λόγω έκταση συμπεριληφθεί στον κυρωθέντα κατά το άρθρο 17 του N 3889/2010 δασικό χάρτη με πράσινο περίγραμμα και πράσινη διαγράμμιση, δηλαδή ως δασική, χωρίς να λάβει χώρα η κατά τα ανωτέρω διαβίβαση, ο χάρτης πάσχει κατά τούτο, δεδομένου ότι εμπεριέχει την άρνηση της Διοίκησης να διαβιβάσει, όπως υποχρεούταν, κατά τα προεκτεθέντα, την αίτηση διόρθωσης σφάλματος στην αρμόδια για τις αντιρρήσεις αρχή και περαιτέρω να περιλάβει την έκταση αυτή στον χάρτη με τον ειδικό υπομνηματισμό των εκτάσεων για τις οποίες εκκρεμούν αντιρρήσεις.

Κατόπιν των ανωτέρω, και λαμβανομένου υπόψη ότι και οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του αιτούντος στην συγκεκριμένη υπόθεση, κατέτειναν στην απόδειξη του χαρακτήρα των ένδικων εκτάσεων ως αγροτικών – μη δασικών, η Διοίκηση  όφειλε, εφόσον τα προβαλλόμενα από τον αιτούντα ως “σφάλματα” του δασικού χάρτη δεν ήταν πρόδηλα, να παραπέμψει τις αιτήσεις για διόρθωση πρόδηλου σφάλματος στην αρμόδια Επιτροπή Αντιρρήσεων. Η παράλειψή της να διαβιβάσει τις αιτήσεις του αιτούντος στην αρμόδια Επιτροπή Αντιρρήσεων, κρίθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας ως μη νόμιμη και ως εκ τούτου ακυρώθηκε.