Το ζήτημα της συνταγματικότητας του άρθρου 48 του ν.4685/2020 σχετικά με τους υπό έγκριση δασικούς χάρτες της χώρας έκρινε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με τις αποφάσεις 1364 και 1365/2021. Το νέο σύστημα ορίζει ότι δασικό είναι οτιδήποτε καλύπτεται από βλάστηση όχι μόνο σήμερα, αλλά και κατά το παρελθόν, εφόσον δεν έχει εκδοθεί κάποια διοικητική πράξη που να αλλάζει τη χρήση του, κατά βάση, πριν από το Σύνταγμα του 1975 και για όσο χρόνο συνεχίζεται η επιτραπείσα χρήση. Οι δασικοί χάρτες καταρτίζονται όχι μόνο βάσει αεροφωτογραφιών που απεικονίζουν διαχρονικά τη δασική βλάστηση κάθε περιοχής αλλά και βάσει διοικητικών πράξεων που καθόριζαν άλλες χρήσεις για ορισμένες εκτάσεις κατά το παρελθόν και ιδίως προ του Συντάγματος του 1975. Σημαντικές προβλέψεις του νόμου αυτού αποτελούν οι εξής: εκτάσεις αφιερωμένες για παράδειγμα στη γεωργική χρήση πριν από το Σύνταγμα του 1975 δεν εμπίπτουν στη δασική νομοθεσία, υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθούν να καλλιεργούνται , όχι μόνο από τους διαδόχους όσων είχαν αποκατασταθεί, αλλά και από τους διαδόχους των τότε ιδιοκτητών. Ακόμη, εξαιρούνται από τη δασική νομοθεσία οι περιοχές που έχουν εγκατασταθεί βιομηχανικές εγκαταστάσεις ακόμη και μετά το Σύνταγμα του 1975, εφόσον όμως η ίδρυσή τους έχει επιτραπεί βάσει διοικητικών πράξεων. Αντίστοιχα ρυθμίζεται το ζήτημα των περιοχών που καταλαμβάνονται από εγκεκριμένα σχέδια πόλεων ή περιλαμβάνονται εντός οικισμών, τα όρια των οποίων έχουν καθορισθεί με διοικητικές πράξεις σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία ακόμη και μετά το Σύνταγμα του 1975 ενώ το ίδιο σύστημα εφαρμόζεται και για τις οικοδομικές άδειες.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο πυρήνας του συστήματος αυτού δε θίγει το Σύνταγμα και συγκεκριμένα τα άρθρα 24 παρ. 1 και 2 και 117 παρ. 3. Πιο συγκεκριμένα, για την κατάρτιση των δασικών χαρτών ,οι οποίοι οφείλουν να είναι τεχνικώς άρτιοι και αξιόπιστοι ώστε να αποτυπώνουν τα δασικά οικοσυστήματα της χώρας δίνοντας τη δυνατότητα οι υπόλοιπες εκτάσεις να αξιοποιηθούν καταλλήλως, η χρήση αεροφωτογραφιών αδιαμφισβήτητα μπορεί να αποδείξει κατά πόσο μία έκταση καλύπτεται από δασική βλάστηση με εφαρμογή των σύγχρονων επιστημονικών μεθόδων ερμηνείας. Ο νομοθέτης προσέθεσε ένα ακόμη στοιχείο για την αξιοπιστία των δασικών χαρτών, εκείνο της έκδοσης ατομικών διοικητικών πράξεων οι οποίες απολαμβάνουν το τεκμήριο νομιμότητας.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, κίνδυνο θα εγκυμονούσε η εμφάνιση εκτάσεων ως δασικών οι οποίες για κάποιο νόμιμο λόγο έχασαν τη βλάστηση τους για τον καθορισμό του δασικού πλούτου της χώρας και θα εμπόδιζε τη χάραξη αποτελεσματικής δημόσιας πολιτικής για την προστασία των δασών που έχουν διασωθεί και την αναγέννηση των παρανόμως κατεστραμμένων ή αποτεφρωμένων. Ταυτόχρονα η εμφάνιση τέτοιων εκτάσεων ως δασικών, θα αποτελούσε εμπόδιο και στην ανάπτυξη των γεωργικών δραστηριοτήτων .Το γεγονός ότι εξαιρούνται οι εκτάσεις που τους έχουν αποδοθεί άλλες χρήσεις δυνάμει διοικητικών πράξεων αποσκοπεί στην ασφάλεια δικαίου. Παρόλα αυτά η ισορροπία της προστασίας του περιβάλλοντος και της ασφάλειας δικαίου διασφαλίζεται από τη θέση σε ισχύ της αιρέσεως της συνέχισης της χρήσης που επέτρεψε η διοικητική πράξη. Σε άλλη περίπτωση, εάν η επιτρεπόμενη χρήση δε συνεχίζεται, η έκταση υπάγεται πάλι στη δασική νομοθεσία.
Με την απόφαση αυτή, ακυρώθηκαν δύο διατάξεις της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως κατά παράβαση του Συντάγματος. Ακύρωσε καταρχήν τις διατάξεις που εξαιρούσαν από τη δασική νομοθεσία εκτάσεις για τις οποίες είχαν εκδοθεί οικοδομικές άδειες εφόσον αυτές δεν είχαν ακόμη υλοποιηθεί. Ακόμη, ακύρωσε την εξαίρεση από τη δασική νομοθεσία περιοχών εντός οικισμών, που είχαν οριοθετηθεί με απρόσφορες ρυθμίσεις ή διοικητικές εγκυκλίους και όχι σύμφωνα με την σχετική νομοθεσία.
Οι αποφάσεις δεν ήταν ομόφωνες. Οκτώ σύμβουλοι θεώρησαν ειδικά όσον αφορά στις οικοδομικές άδειες ότι η εξαίρεση από τη δασική νομοθεσία δεν έπρεπε να επεκταθεί και σε άδειες που εκδόθηκαν μετά την ισχύ του Συντάγματος του 1975 όπως προέβλεπε ο νόμος, κατά παράβαση της συνταγματικής νομιμότητας. Οι εκτάσεις αυτές θα έπρεπε να απεικονίζονται ως δασικές. Αντίθετοι ωστόσο βρέθηκαν άλλοι οκτώ σύμβουλοι οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι η εξαίρεση από τη δασική νομοθεσία έπρεπε να επεκτείνεται και σε οικοδομικές άδειες που δεν έχουν υλοποιηθεί για το λόγο ότι η μη υλοποίηση οφείλεται στις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες της προηγούμενης δεκαετίας εξαιτίας των οποίων ο νομοθέτης αναγκάστηκε να παρατείνει συνεχώς την ισχύ των οικοδομικών αδειών.
Τέλος, το Δικαστήριο ομόφωνα επιβεβαίωσε τη χρονική προτεραιότητα του Δασολογίου έναντι του Κτηματολογίου, δεδομένου ότι η κτηματογράφηση πρέπει να στηρίζεται σε αξιόπιστους δασικούς χάρτες.